- ἀολλήδην
- ἀολλήδην, Adv. of sq.,A in a body, together, Epic. in Arch.Pap.7.7, Opp.H.1.788; of two only, Mosch.2.49, cf. sq.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀολλήδην — in a body indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αολλής — ἀολλής, ές (Α) (πάντοτε στον πληθ.) 1. (για πλήθος ανθρώπων) όλοι μαζί, αθρόοι 2. (για αντικείμενα) όλα μαζί 3. (για δύο μόνο) και οι δύο μαζί επίρρ. ἀολλήδην ομαδικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < *α FỊνής > *a Fολνής > αολλής. Αιολικός τ. αντί ιων. αλής… … Dictionary of Greek